- μολοσσός
- Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της Ιταλίας, όπου λέγεται και ναπολιτάνικος μάστιφ. Έχει μέσο ύψος μέχρι το ακρώμιο 70 περίπου εκ. και το βάρος ποικίλλει από 50-70 κιλά. Το τρίχωμά του είναι λείο και στιλπνό.
Ένας άλλος γερμανικός τύπος μ. είναι ο αλανός, που πήρε το όνομά του από τον γερμανικό λαό των Αλανών. Έχει και αυτός σώμα ρωμαλέο, ρύγχος όχι μυτερό, αυτιά κοντά και ανορθωμένα· οι αρσενικοί έχουν ύψος μέχρι το ακρώμιο 80-90 εκ. και βάρος 55 περίπου κιλών. Ανάλογα με το τρίχωμα, που χαρακτηρίζεται πάντοτε από κοντές τρίχες, υπάρχουν αλανοί μονόχρωμοι, με χρώμα γενικά ξανθωπό, αλανοί με δέρμα τιγροειδές, δηλαδή με σκούρες λουρίδες σε ξανθωπό φόντο, και οι αρλεκίνοι με πολυάριθμες μαύρες βούλες, όχι μεγάλες, σε λευκό φόντο. Παρά τη δύναμη και τη γενναιότητα με την οποία είναι προικισμένα τα τελευταία αυτά σκυλιά, γενικά έχουν καλό χαρακτήρα.
Ο μολοσσός είναι ρωμαλέος και γενναίος σκύλος, κατάλληλος για φύλακας.
Στη φωτογραφία ο αλανός, τύπος γερμανικού μολοσσού, είναι έξυπνος φύλακας.
Στη φωτογραφία ένας τιγροειδής αλανός, τύπος γερμανικού μολοσσού.
* * *(Α μολοσσός, αττ. τ. μολοττός, -όν, θηλ. και μολοσσίς, αττ. τ. μολοττίς, -ίδος)1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Μολοσσοίπρωτοελληνικό ή πιθανώς ιλλυρικό φύλο που μετακινήθηκε κατά το 1200 π.Χ. από τη δυτική Μακεδονία στην κεντρική Ήπειρο και, αφού έδιωξε τους κατοίκους (τους κατόπιν Θεσσαλούς) ανατολικότερα, εγκαταστάθηκε στο λεκανοπέδιο τών Ιωαννίνων, κυριάρχησε σε όλη την Ήπειρο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τους ιστορικούς χρόνους2. το αρσ. ως ουσ. ο μολοσσόςα) είδος μεγαλόσωμου ποιμενικού σκύλουβ) (ενν. πούς) εξάσημος μετρικός πους (---) που προήλθε από τη συναίρεση τών βραχειών συλλαβών τών ιωνικών από μείζονος και τών ιωνικών από ελάσσονος ποδών, δηλ. από -- ∪ ∪ ή ∪ ∪ --.νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ζωολ. κοινή ονομασία 90 περίπου ειδών δύσμορφων νυχτερίδων με χονδροειδές σώμα, τής οικογένειας molossidaeαρχ.1. μολοσσικός2. φρ. «Μολοσσὶς (γῆ)» — η Μολοσσία, χώρα τής Ηπείρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.